- πενίης
- πενίαpovertyfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελεδαίνω — (Α) [μελεδών] 1. μεριμνώ για κάτι, επιμελούμαι κάτι, φροντίζω («ἐμπίομαι, πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων», Θέογν.) 2. (με απρμφ.) έχω κατά νου, σκοπεύω να κάνω κάτι («γῆμαι δὲ κακὴν κακοῡ οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ», Θέογν.) 3. θεραπεύω,… … Dictionary of Greek